Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα μικρό παιδί, το οποίο οι γονείς του ήθελαν να το ταΐσουν με μια νέα κρέμα που κυκλοφορούσε στην αγορά. Δεν ήταν σε υγρή μορφή, αλλά σε σκόνη. Το παιδί, όμως, ήθελε την παλιά του κρέμα. Η σκόνη το αηδίαζε και μόνο στην ιδέα ότι θα την ακουμπήσει με τη γλώσσα του. Επιπλέον, του δημιουργούσε υπόνοιες ότι είναι αμφιβόλου ποιότητος και ότι του χορηγείται εκ του πονηρού.
Κάθε φορά που οι γονείς του προσπαθούσαν να του δώσουν την ίδια κρέμα σε σκόνη, το παιδί έκλαιγε και οδυρόταν. Όποτε πήγαιναν να του τη βάλουν στο στόμα, εκείνο την αρνιόταν και δεν την έφερνε καν κοντά στα χείλη του. Τότε οι γονείς του άρχισαν να βρίζουν το παιδί τους ως αρνητή και συνωμοσιολόγο.
Αφού είδαν κι απόειδαν, κατέφυγαν στη λύση της πυγμής: κλείδωσαν το παιδί τους στο δωμάτιό του και του φώναζαν:
«Θα σε ξεκλειδώσουμε μόνο αν φας την καινούργια σου κρέμα. Από δω και πέρα, αυτή θα είναι η τροφή σου. Θα σε ταΐζουμε σκόνη, και μέσω αυτής θα παίρνεις όλα τα θρεπτικά συστατικά που θα χρειάζεσαι. Και θα γίνεις τόσο δυνατός, που θα μπορείς να παλέψεις ακόμη και με εξωγήινους.
«Άκου, αρνητάκο», του είπαν οι γονείς του με αυστηρό ύφος: «δεν σε τιμωρούμε, αντιθέτως σε προφυλάσσουμε. Δεν σε υποχρεώνουμε να φας την κρέμα σου, κλειδώνοντάς σε. Έχεις την επιλογή να την φας και να ξαναβγείς από το δωμάτιό σου»!