Κυριακή 31 Οκτωβρίου 2021

Ένας μύθος από την εποχή του πολέμου μεταξύ των Πολιτειών"

Ένας από τους μύθους που κυκλοφορούν για τον Αμερικάνικο Εμφύλιο Πόλεμο (ή πιο σωστά τον "Πόλεμο μεταξύ των Πολιτειών") ήταν πως οι "καλοί και ανοιχτόμυαλοι" Βόρειοι απεχθάνονταν τον ρατσισμό των Νοτίων έναντι των μαύρων και μάλιστα έκαναν και ολόκληρο πόλεμο για να απελευθερώσουν τους μαύρους δούλους από την καταπίεση των Νότιων αφεντικών τους που τους βασάνιζαν και τους δολοφονούσαν. Βέβαια, ως συνήθως, η αλήθεια είναι πολύ πιο σύνθετη. 
 
Σύμφωνα με έρευνες και μαρτυρίες, οι Νότιοι δουλοκτήτες που φερόταν στους μαύρους σκληρά και απάνθρωπα ήταν μια μικρή μειοψηφία. Στην πραγματικότητα, τα περισσότερα αφεντικά νοιάζονταν και φρόντιζαν τους μαύρους δούλους τους. Ναι, δεν τους έβλεπαν σαν ίσους και την στάση τους την χαρακτήριζε ένας αφ' υψηλού πατερναλισμός αφού αντιμετώπιζαν τους μάυρους σαν μικρά παιδιά, αλλά υπήρχε νοιάξιμο και πολύ συχνά και συναισθηματικό δέσιμο και από τις δυο πλευρές αφού οι λευκοί μεγάλωναν στα χέρια μαύρων νταντάδων και υπηρετριών και κινούνταν στους ίδιους χώρους. Αντίθετα, οι "πεφωτισμένοι" Βόρειοι , οι περισσότεροι εκ των οποίων δεν είχαν δει ποτέ μαύρο στα μέρη τους, εκδήλωναν πολύ πιο συχνά ρατσιστική συμπεριφορά και θεωρούσαν αδιανόητο να έρθουν σε επαφή με έναν μαύρο. Τους μαύρους απλά τους χρησιμοποιούσαν για να ταπεινώνουν τους ηττημένους Νότιους στα δύσκολα χρόνια της "Ανοικοδόμησης" όταν οι Βόρειοι κυβερνούσαν τυραννικά τον Νότο σαν κατακτητές ( πχ όταν στερούσαν το δικαίωμα ψήφου από τους λευκούς που είχαν πολεμήσει εναντίον τους και το έδιναν αφειδώς στους μαύρους πρώην σκλάβους τους). 
 
Υπάρχει μια χαρακτηριστική σκηνή στο "Οσα Παίρνει ο Άνεμος" της Μάργκαρετ Μίτσελ (Εκδόσεις Κάκτος) που απεικονίζει το πώς έβλεπαν τους μαύρους οι Βόρειοι και οι Νότιοι. (παρεμπιπτόντως, το "Όσα Παίρνει ο Άνεμος" καταγράφει την πραγματικότητα στο Νότο πολύ πιο ρεαλιστικά από μελοδραματικά παραμυθάκια τύπου "Η Καλύβα του Μπαρμπα-Θωμά", που, ας μην το ξεχνάμε, γράφτηκε από μια γυναίκα που δεν είχε πάει ποτέ στις νότιες πολιτείες!).
 
Βρισκόμαστε στην Ατλάντα λίγο μετά τη λήξη του Εμφυλίου, στην περίοδο της Ανοικοδόμησης, όταν οι Βόρειοι είχαν κατακτήσει τον Νότο. Η Σκάρλετ Ο' Χαρα που έκανε δουλειές με τους Βόρειους, αν και δεν τους συμπαθούσε καθόλου, περνάει μπροστά από ένα σπίτι Βορείων με την άμαξα της , που οδηγούσε ο πιστός μαυρός υπηρέτης της οικογένειας, ο θείος Πήτερ (πολλές φορές οι Νότιοι αποκαλούσαν "θείο" έναν μαύρο υπηρέτη για να δείξουν πως τον θεωρούσαν μέλος της οικογένειάς τους). Τρεις γυναίκες από τις Βόρειες πολιτείες, που βρισκόνταν εκεί, την σταματάνε για να την χαιρετήσουν και μια από αυτές ρωτάει την Σκάρλετ αν μπορεί να της υποδείξει κάποια παραμάνα για τα παιδιά της. 
 
Η Σκάρλετ της προτείνει να προσλάβει μια μαύρη παραμάνα και ακολουθεί ο παρακάτω διάλογος :
« Oι τρεις γυναίκες ξέσπασαν σε αγανακτισμένες κραυγές.
- Νομίζετε πως θα εμπιστευόμουν τα παιδιά μου σε μια αραπίνα; φώναξε η γυναίκα που ήταν απ' το Μέιν. Θέλω μια καλή Ιρλανδέζα.
- Φοβάμαι πως δεν θα βρείτε Ιρλανδέζες υπηρέτριες στην Ατλάντα, απάντησε η Σκάρλετ λιγάκι ψυχρά. Εγώ τουλάχιστον δεν έχω δει ποτέ μου λευκούς υπηρέτες, ούτε θα 'θελα να είχα τέτοιους στο σπίτι μου. Και σας βεβαιώνω, πρόσθεσε ειρωνικά, πως οι μαύροι δεν είναι κανίβαλοι, αλλά άνθρωποι άξιοι κάθε εμπιστοσύνης.
- Για όνομα του Θεού! Δεν θα 'θελα ποτέ να 'χω μια αραπίνα μες στο σπίτι μου! Τι ιδέα!
- Δεν θα της είχα εμπιστοσύνη ούτε λεπτό και όσο για να αφήσω τα παιδιά μου στα χέρια της...
Η Σκάρλετ θυμήθηκε τ' αγαθά, ροζιασμένα χέρια της Μάμμυ, που είχαν γίνει τραχιά απ' την υπηρεσία της Έλλεν, της ίδιας και του Γουαίηντ. Τι ήξεραν αυτές οι ξένες από νέγρικα χέρια- αυτά τα χέρια που μπορούσαν να 'ναι τόσο παρήγορα, τόσο αγαπημένα, που ήξεραν τόσο αλάθευτα να σε ησυχάσουν, να σε χαϊδέψουν, να σε ξεκουράσουν; H Σκάρλετ γέλασε.
- Μου φαίνεται παράξενο που αισθάνεστε έτσι εσείς που τους ελευθερώσατε.
- Τους ελευθερώσαμε! Όχι πάντως εγώ, αγαπητή μου! γέλασε η γυναίκα απ' το Μέιν. Ποτέ μου δεν είχα δει μαύρο ως εδώ κι ένα μήνα που ήρθα στο Νότο και δεν θα στενοχωρηθώ καθόλου αν δεν ξαναδώ ποτέ μου. Τους βλέπω και ανατριχιάζω. Δεν τους έχω καμιά εμπιστοσύνη...
Εδώ και λίγη ώρα η Σκάρλετ είχε αρχίσει να αισθάνεται πως ο Πήτερ βαριανάσαινε, ήταν καθισμένος πολύ αλύγιστα και κοιτούσε επίμονα τ' αφτιά του αλόγου του.
- Ναι, κοιτάξτε αυτό το γερο-νέγρο! φώναξε ξαφνικά η γυναίκα του Μέιν σκάζοντας στα γέλια και δείχνοντας τον Πήτερ στις φιλενάδες της. Δεν μοιάζει σαν να 'χει καταπιεί μπαστούνι; Στοιχηματίζω πως είναι κανένας χαϊδεμένος σας, ε; Εσείς οι Νότιοι δεν ξέρετε να μεταχειρίζεστε τους νέγρους. Τους παραχαϊδεύετε, τους χαλάτε. 
 
Ο Πήτερ ξεροκατάπιε και το σουφρωμένο του μέτωπο γέμισε βαθιά αυλάκια, μα εξακολούθησε να κοιτάζει ίσια μπροστά του. Σ' όλη τη ζωή, κανένας λευκός δεν τον είχε πει ποτέ "νέγρο". Άλλοι νέγροι, ναι. Μα λευκός, ποτέ. Και να αμφισβητούν την αφοσίωσή του, να τον λένε "χαϊδεμένο", αυτόν, τον Πήτερ, που φρόντιζε πάντα τόσο για την αξιοπρέπειά του και που εδώ και τόσα χρόνια αποτελούσε το κυριότερο στήριγμα της οικογένειας Χάμιλτον!
 
Η Σκάρλετ δεν τόλμησε να κοιτάξει τον θείο Πήτερ, μα αισθάνθηκε πως το σαγόνι του είχε αρχίσει να τρέμει απ' την προσβολή και ένιωσε να την πιάνει άγριος θυμός. Είχε ακούσει με ήρεμη περιφρόνηση αυτές τις γυναίκες να υποτιμούν τον ομοσπονδιακό στρατό, να συκοφαντούν τον Τζεφφ Νταίηβις και να κατηγορούν τους Νότιους ότι δολοφονούσαν ή βασάνιζαν τους δούλους τους. Θα ανεχόταν ακόμα και προσβολές της τιμής της και της τιμιότητάς της, αν ήταν να βγάλει κέρδος απ' αυτή τη δουλειά. Μα ο τρόπος που πλήγωναν τον πιστό γερο-μαύρο με τις ανόητες παρατηρήσεις τους την έκανε να ανάψει σαν ξερό φύλλο. Για μια στιγμή κοίταξε το μεγάλο πιστόλι που είχε ο Πήτερ στη ζώνη του και θέλησε να απλώσει το χέρι να το πιάσει. Άξιζε να τις σκοτώσει κανείς αυτές τις αναιδέστατες, αμαθέστατες, αλαζονικές γυναίκες των κατακτητών. Μα κρατήθηκε, έσφιξε τα δόντια της, τέντωσε το σαγόνι της και θυμήθηκε πως δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα να πει στους γιάνκηδες τι ιδέα είχε γι' αυτούς. Μια μέρα θα τους τα 'λεγε όλα κατάμουτρα, ναι, θα τους τα 'λεγε. Όχι όμως ακόμα. 
 
- Ο θείος Πήτερ είναι μέλος της οικογένειάς μας, είπε με τρεμουλιαστή φωνή. Αντίο σας. Πάμε, Πήτερ.
Ο Πήτερ χτύπησε το καμτσίκι τόσο απότομα στη ράχη του αλόγου, που το ζώο, ξαφνιασμένο, έκανε ένα πήδημα και τ' αμάξι όρμησε μπροστά. Η Σκάρλετ πρόφτασε όμως να ακούσει τη γυναίκα του Μέιν να λέει κατάπληκτη στις φίλες της : "Της οικογενείας της; Λέτε να εννοούσε πως είναι συγγενής της; Μα αυτός είναι κατάμαυρος!"»
 
T.CHORMOVITIS

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου